Γιατί οι άνθρωποι αρνούνται την κλιματική αλλαγή;

Μέρος 1ο 

     Πρόσφατα είδα σε βίντεο μια αντιμαχία (debate) με τον τίτλο Το κλίμα της Γης αλλάζει ή το αλλάζουμε; μεταξύ δύο διακεκριμένων Ελλήνων καθηγητών που είχε διεξαχθεί το Νοέμβριο του 2011 στο Ίδρυμα Ευγενίδου.Την εκδήλωση, που είχαν οργανώσει οι σύλλογοι αποφοίτων του ΜΙΤ και του Πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν,  παρακολούθησαν περισσότερα από εκατό μέλη των παραπάνω συλλόγων. Όσα ειπώθηκαν από τους δύο ομιλητές ήταν ενδιαφέροντα, αλλά αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι στην ψηφοφορία πριν την έναρξη της αντιμαχίας υπερίσχυσε ελαφρώς η άποψη ότι το κλίμα το αλλάζουμε, αλλά στην ψηφοφορία που έγινε στο τέλος της συζήτησης υπερίσχυσε ελαφρώς η άλλη άποψη.  Επειδή οι συμμετέχοντες στην εκδήλωση και την ψηφοφορία υψηλού επιπέδου επιστήμονες στην πλειονότητά τους δεν ήταν κλιματολόγοι, μπορεί κάποιος να πει ότι τα επιχειρήματα και οι ικανότητες του ενός εκ των δύο εισηγητών ήταν αυτά που ανέτρεψαν το αρχικό αποτέλεσμα. Όμως, παρακολουθώντας προσεκτικά τη συζήτηση, διαπίστωσα ότι το μεγαλύτερο μέρος της αναλώθηκε στις αδυναμίες των κλιματικών μοντέλων, τις ατυχείς ενέργειες ορισμένων κλιματολόγων  που κατηγορήθηκαν στο παρελθόν για παραποίηση στοιχείων και στην οικονομική διάσταση του θέματος. Δεν ζητήθηκε π.χ. από τους αρνητές της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής να αναφέρουν τα φυσικά αίτια της ανόδου της θερμοκρασίας των τελευταίων δεκαετιών (η επίκληση της φυσικής μεταβλητότητας δεν αρκεί), η οποία έχει πλέον επιφέρει δραματικές αλλαγές στην κρυόσφαιρα, και όχι μόνο, του πλανήτη ή να εξηγήσουν γιατί σε παγκόσμιο επίπεδο η μεγάλη πλειονότητα των ειδικών θεωρεί την κλιματική αλλαγή ανθρωπογενή. Είναι όλοι τους διαπλεκόμενοι με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα ή ανόητοι; Έχω τη γνώμη ότι σήμερα, δύο και πλέον χρόνια μετά από εκείνη τη συζήτηση, τα πράγματα είναι πιο καθαρά. Όσα συμβαίνουν στον πλανήτη δεν είναι προγνώσεις μοντέλων για τις επόμενες δεκαετίες, αλλά η πραγματικότητα  για την οποία ο άνθρωπος έβαλε και συνεχώς βάζει το χεράκι του. Η θέση μου στο θέμα των αιτίων της παρούσας κλιματικής αλλαγής είναι γνωστή και καταγεγραμμένη στα βιβλία και τα άρθρα μου. Με προβληματίζει, όμως, ένα άλλο ζήτημα. Γιατί η πλειονότητα των ανθρώπων «κλείνει τα μάτια» μπροστά στην κλιματική αλλαγή;

     Για να απαντήσει κάποιος στο παραπάνω ερώτημα, πρέπει να δει ξεχωριστά τις διαστάσεις του πολυδιάστατου προβλήματος της κλιματικής αλλαγής. Η επιστήμη, η τεχνολογία, η οικονομία, οι πολιτικές διαμάχες, η φιλοσοφία και  ανθρώπινη ψυχολογία παίζουν κάθε μια και όλες μαζί το ρόλο τους. Με άλλα λόγια, η κλιματική αλλαγή δεν είναι απλά ένα πρόβλημα που περιμένει τη λύση του. Είναι ένα περιβαλλοντικό, πολιτισμικό και πολιτικό φαινόμενο που αλλάζει άρδην τον τρόπο που σκεπτόμαστε για τους εαυτούς μας, τις κοινωνίες μας και γενικότερα για την ανθρωπότητα πάνω στον πλανήτη.  Δεν είναι έλλειψη πληροφόρησης ή ενδιαφέροντος, ούτε ζήτημα αδυναμίας των ειδικών να πείσουν τους πολίτες να αναλάβουν δράση. Η αμερικανίδα ψυχολόγος Kary Marie Norgaard στο βιβλίο της Living in Denial: Climate Change, Emotions and Everyday Life  το ονομάζει συναισθηματικό μούδιασμα. Μια κοινωνικά οργανωμένη άρνηση που σχετίζεται με το γεγονός ότι στην περίπτωση της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής είμαστε ταυτόχρονα θύτες και θύματα μιας φαινομενικά ανυπέρβλητης περιβαλλοντικής κρίσης που μας παραλύει. Θα πρόσθετα ότι ως θύτες μας ενοχλούν οι επώδυνες αλήθειες, τις οποίες δεν αποδεχόμαστε εύκολα με το βασικό επιχείρημα ότι από πλευράς μεγέθους το φταίξιμό μας είναι απειροελάχιστο και ως θύματα συχνά καταφεύγουμε σε θεωρίες διεθνών συνομωσιών για να δικαιολογήσουμε την αδυναμία μας να κάνουμε κάτι. Πέρα από αυτό, οι άνθρωποι πολλές φορές σκέπτονται σοβαρά τη λύση των προβλημάτων εκείνων για τα οποία νομίζουν ότι μπορούν να ληφθούν μέτρα. Και η κλιματική αλλαγή δεν συγκαταλέγεται σε αυτά τα προβλήματα. Στο ίδιο μήκος κύματος με την Kary Marie Norgaard βρίσκεται και ο  καθηγητής του Πανεπιστημίου East Anglia Mike Hulme, ο οποίος στο βιβλίο του Why We Disagree About Climate Change: Understanding Controversy, Inaction and Opportunity δεν θεωρεί ως απλή «απειλή» το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Έχει την άποψη ότι αυτό μπορεί να δράσει καταλυτικά στην αναθεώρηση της αντίληψής μας για τη θέση μας στον κόσμο και ακριβώς λόγω της σημαντικότητας και του μεγέθους του είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί.  Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Hulme: « Το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής δεν μπορούμε να το λύσουμε και θα μάθουμε να ζούμε με αυτό».

     Όλα τα παραπάνω εξηγούν γιατί οι όποιες επιστημονικές αντιθέσεις, τα υπαρκτά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα ή η αβεβαιότητα των κλιματικών μοντέλων -λες και η επιστήμη ήταν ποτέ βέβαιη για οποιαδήποτε θέση της- είναι κατά βάθος τα άλλοθί μας, τα αδύναμα επιχειρήματά μας με τα οποία προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς τους και τους άλλους ότι δεν συμβαίνει κάτι κακό με το κλίμα της Γης. Έτσι, φοβούμενοι να κοιτάξουμε την πραγματικότητα, βάζουμε το κεφάλι μας στην άμμο και συνεχώς ψελλίζουμε ότι τα περίεργα που διαδραματίζονται στον πλανήτη είναι αποτελέσματα της φυσικής μεταβλητότητας του καιρού και του κλίματος. Πολλοί περιμένουν να βάλουν το δάχτυλό τους «επί τον τύπον των ήλων» για να πειστούν ότι η απορρύθμιση του κλιματικού συστήματος έχει αρχίσει. Λες και τότε θα έχει η ανθρωπότητα το χρόνο και τον τρόπο να αντιδράσει. Η εκστρατεία ενημέρωσης των πολιτών για την κλιματική αλλαγή με στόχο τη λήψη μέτρων και πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού έχει σε μεγάλο βαθμό αποτύχει. Οι πολλές διαστάσεις του προβλήματος και οι αντικειμενικές δυσκολίες είναι δύο από τους βασικούς λόγους της αποτυχίας, αλλά δεν είναι μόνο αυτοί. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι τους οποίους θα δούμε παρακάτω.


 Μέρος 2ο


     Στο πρώτο μέρος του άρθρου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η ενημέρωση των πολιτών για την κλιματική αλλαγή απέτυχε γιατί το θέμα αυτό έχει πολλές διαστάσεις που δεν είχαμε δει και παρουσιάζει δυσκολίες που δεν είχαμε υπολογίσει. Αν ανατρέξουμε στις προηγούμενες δεκαετίες, θα δούμε ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι το κλίμα της Γης αλλάζει προς το ψυχρότερο. Τη δεκαετία που ακολούθησε άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι η πορεία της θερμοκρασίας της Γης πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση και ο λόγος ήταν η αύξηση της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα λόγω κυρίως της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. Ο κόσμος παρακολουθούσε μάλλον απαθής τις επιστημονικές αντιφάσεις και τις αντιμαχίες εκείνης της περιόδου με την ομάδα των υπέρμαχων της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής να αποτελεί μειοψηφία. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η ιδέα της υπερθέρμανσης του πλανήτη απέκτησε περισσότερους υποστηρικτές και το 1989 ιδρύθηκε η Διακυβερνητική Ομάδα για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) του ΟΗΕ. Τα χρόνια που ακολούθησαν, το θέμα της κλιματικής αλλαγής ατόνησε, αλλά προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990 οι παρατηρήσεις άρχισαν να ενισχύουν την άποψη ότι κάτι περίεργο συμβαίνει με το κλίμα της Γης.
     Η αρχική εκτίμηση των υπέρμαχων της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής ότι τα επιστημονικά δεδομένα θα ήταν από μόνα τους ικανά να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη αποδείχθηκε εσφαλμένη. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αισθάνθηκαν, ούτε και σήμερα αισθάνονται, ότι συνδέονται προσωπικά με την κλιματική αλλαγή. Οι επιστημονικές αβεβαιότητες, τα όποια επιχειρήματα της άλλης πλευράς και οι υπερβολές των ΜΜΕ περί επικείμενων βιβλικών καταστροφών παίζουν το ρόλο τους, αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Ο κόσμος εδώ και χρόνια βομβαρδίζεται με αποτελέσματα κλιματικών μοντέλων για αυξήσεις της θερμοκρασίας της τάξεως των 2, των 4 ή και των 6 βαθμών σε χρονικό ορίζοντα  δεκαετιών. Πώς, όμως, να ευαισθητοποιηθεί ένας άνθρωπος για κάτι που θα έλθει -αν έλθει- μετά από 50 ή 100 χρόνια;  Η άποψη που καλώς ή κακώς σχημάτισε μερίδα του πληθυσμού ότι ορισμένες από τις μελέτες για το μελλοντικό κλίμα ήταν «κατά παραγγελία» δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο την προσπάθεια αφύπνισης της κοινής γνώμης. Ούτε τα επιχειρήματα των ειδικών για διακύβευση του μέλλοντος των παιδιών και των εγγονιών μας έφεραν αποτελέσματα. Για την αντιμετώπιση του θέματος οργανώθηκαν, και εξακολουθούν να οργανώνονται, σεμινάρια για αυτούς που έχουν επιφορτιστεί με την ενημέρωση του κοινού για τους κινδύνους που προέρχονται από την κλιματική αλλαγή. Η εικόνα είναι καλύτερη από πριν, αλλά απέχουμε πολύ από το να πείσουμε τους πολίτες να δραστηριοποιηθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
     Η αίσθηση ότι η απειλή της κλιματικής αλλαγής βρίσκεται μακριά μας τόσο χωρικά όσο και χρονικά είναι πολλή ισχυρή. Για τους περισσότερους από εμάς η Αρκτική είναι μια μακρινή περιοχή και οι αλλαγές που συμβαίνουν εκεί δεν μας αφορούν. Δεν κατανοούμε ότι η Αρκτική είναι το βορινό δωμάτιο του σπιτιού μας, το οποίο, όντας στην πιο κρίσιμη θέση από πλευράς θερμοκρασιακής ευαισθησίας, έχει ήδη θερμανθεί και οι συνέπειες άρχισαν να γίνονται ορατές και σε άλλες περιοχές του Βόρειου Ημισφαιρίου. Η Γη κινδυνεύει, αλλά οι περισσότεροι από μας δεν μπορούμε να τη δούμε σαν το σπίτι μας ώστε να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για τη σωτηρία της. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν με ένα μαγικό τρόπο μπορούσαμε να βιώσουμε τα συγκλονιστικά συναισθήματα που πλημμυρίζουν τους αστροναύτες όταν βλέπουν από το διάστημα τον εκπληκτικής ομορφιάς γαλάζιο πλανήτη μας! Πέρα από αυτά, τα προηγούμενα χρόνια επικρατούσε η αντίληψη ότι η κλιματική αλλαγή θα έλθει κάποια στιγμή στο μέλλον με «τυμπανοκρουσίες», ώστε όλοι να την αντιληφθούν και να πάρουν μέτρα για την αντιμετώπισή της. Θυμάμαι όταν ακόμη υπηρετούσα στην ΕΜΥ πόσο δυσκολευόμουνα να απαντήσω σε ερωτήσεις του τύπου αν μια καταστροφική θύελλα ή ένας ισχυρός καύσωνας ήταν αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής. Στη δεκαετία του 1990 οι απαντήσεις ήταν ως επί το πλείστον αρνητικές, αλλά μετά το 2000 άφηνα όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Σήμερα πιστεύω ότι αυτού του είδους οι ερωτήσεις δεν έχουν νόημα. Η ατμόσφαιρα του πλανήτη από πλευράς θερμοκρασίας και ποσότητας των αιωρούμενων υδρατμών δεν είναι αυτή που ήταν πριν από 100, 50 ή 30 χρόνια. Επομένως, όλες οι τοπικές, περιφερειακές ή πλανητικές διαταραχές γεννιούνται, αναπτύσσονται και πεθαίνουν στο νέο περιβάλλον που έχει δημιουργήσει η κλιματική αλλαγή και προφανώς, λίγο ή πολύ, επηρεάζονται από τη νέα κατάσταση.
     Για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής οι βασικές επιλογές των οικολογικών κινημάτων είναι η αειφόρος ανάπτυξη που βασίζεται στη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) και η εξοικονόμηση ενέργειας. Οι παραπάνω θέσεις έχουν υιοθετηθεί και από πολιτικούς με οικολογικές ευαισθησίες και δύσκολα μπορεί ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος να τις αρνηθεί, έστω και αν ορισμένοι από εκείνους που διαχειρίστηκαν την εξουσία τις εκμεταλλεύτηκαν προς ίδιον όφελος. Η Βικιπαίδεια λέει για την αειφόρο ανάπτυξη: «Η αειφόρος ή βιώσιμη ανάπτυξη αναφέρεται στην οικονομική ανάπτυξη που σχεδιάζεται και υλοποιείται, λαμβάνοντας υπόψη την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιωσιμότητα. Γνώμονας της αειφορίας είναι η μέγιστη δυνατή απολαβή αγαθών από το περιβάλλον, χωρίς να διακόπτεται η φυσική παραγωγή αυτών των προϊόντων σε ικανοποιητική ποσότητα και στο μέλλον». Η τελευταία πρόταση του παραπάνω ορισμού, αν μη τι άλλο, με κάνει να αναρωτιέμαι πως μπορούμε να επιτύχουμε κάτι τέτοιο σε βάθος χρόνου, χωρίς να βλάψουμε το περιβάλλον. Βέβαια, η συγκεκριμένη θέση είναι προτιμότερη από το να αφεθούμε στις κυνικές δυνάμεις των αγορών που για την παραγωγή ενέργειας καίνε ορυκτά καύσιμα, αλλά τίθεται θέμα αν η αειφόρος ανάπτυξη μπορεί να σώσει τον πλανήτη στα στενά χρονικά πλαίσια που υπάρχουν.
     Παρά τις μεγάλες τους διαφορές, τόσο οι θέσεις των οικολόγων όσο και οι θέσεις των αγορών απορρέουν από θρησκευτικές και ουμανιστικές πεποιθήσεις, οι οποίες μας προτρέπουν να εκμεταλλευόμαστε τη Γη για το καλό του ανθρώπινου είδους. Βέβαια, το «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γένεσις 9,1) δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται να βεβηλώνουμε το σπίτι μας που θεωρείται ιερός τόπος ως τμήμα της θεϊκής δημιουργίας. Από μια άλλη σκοπιά, σήμερα δεν βρισκόμαστε στην προβιομηχανική εποχή, όταν ο πληθυσμός της Γης ήταν περίπου ένα δισεκατομμύριο και οι επιπτώσεις των δραστηριοτήτων του στα οικοσυστήματα του πλανήτη ασήμαντες. Με επτά δισεκατομμύρια ανθρώπους πάνω στη Γη είναι αδιανόητο να πιστεύουμε ότι οι συνεχιζόμενες δραστηριότητές μας δεν θα την επηρεάζουν ολοένα και πιο πολύ. Όμως, πόσο εφικτό και πόσο ηθικό είναι να στερήσουμε το δικαίωμα δισεκατομμυρίων ανθρώπων για καλύτερη ζωή; Στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχουν διαφωνίες, αλλά τίθεται αμέσως η ερώτηση αν ο πλανήτης αντέχει άλλη ανάπτυξη. Η  απάντηση με ότι αυτή συνεπάγεται είναι αποκλειστικά δικό μας θέμα. Αν αδιαφορήσουμε και αφήσουμε τον πλανήτη να φροντίσει ο ίδιος τον εαυτό του, μάλλον κάποια στιγμή εκείνος θα μας δώσει τα παπούτσια στο χέρι.
      Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενέργεια και το περιβάλλον το 2020 είναι το γνωστό 20-20-20, δηλαδή 20% μείωση των εκπομπών των θερμοκηπικών αερίων, 20% εξοικονόμηση ενέργειας και 20% ενέργεια από τις ΑΠΕ. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (IEA), το ποσοστό  συμμετοχής των ΑΠΕ στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα το 2010 ήταν 13% και το 2035 αναμένεται να ανέβει στο 18%. Είναι προφανές ότι οι υπόλοιπες ενεργειακές ανάγκες θα συνεχίσουν να καλύπτονται από τα ορυκτά καύσιμα. Με βάση τα παραπάνω, υπάρχει επιτακτική ανάγκη για την πτώση του κόστους και την αύξηση της απόδοσης των ΑΠΕ καθώς και για τη χρησιμοποίηση επαρκούς σε ποσότητα καθαρής ενέργειας, όπως για παράδειγμα είναι η ενέργεια από την πυρηνική σύντηξη που σήμερα δεν διαθέτουμε. Μπορεί κάποιος να μας πει πόσες δεκαετίες θα χρειαστεί να περάσουν για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων; Στο διάστημα αυτό ο πλανήτης θα περιμένει απαθής; Τι θα γίνει αν οι θετικές αναδράσεις εκτοξεύσουν τη θερμοκρασία του σε επίπεδα από τα οποία δεν θα υπάρχει επιστροφή; Το ανθρώπινο είδος μπορεί να μην εξαφανιστεί, αλλά δεν θα συμβεί το ίδιο με τον πολιτισμό μας.
     Στη τελευταία ενότητα του βιβλίου ΚΑΙΡΟΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ τόμος ΙΙΙ «ο έλεγχος» γράφω τα εξής: «Οι προβλέψεις για την επίτευξη διεθνών δεσμευτικών συμφωνιών που θα αντι­μετωπίσουν αποτελεσματικά τα περιβαλλοντικά προβλήματα του πλανήτη μας είναι απαισιόδοξες, αλλά ακόμα και αν ξεπεραστούν οι δυσκολίες, είναι πιθανό η εφαρμογή των όποιων συμφωνιών να αποδειχθεί ανεπαρκής. Τι μας μένει στην περίπτωση αυτή; Πολλοί θα πουν η τεχνολογία με την επιστήμη. Η τεχνολογία, που συνδέεται με την επιστήμη, είναι ένα μεγάλο δώρο, αλλά αν δεν χρησιμοποιηθεί σωστά, μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική. Η επιστήμη ξεκίνησε ως παιδί της φιλοσοφίας, αλλά όταν ενηλικιώθηκε, αποσπάστηκε από αυτήν. Περήφανη, και κάποιες φορές αλαζονική, εξελίχθηκε με το πέρασμα των αιώνων σε ένα είδος μαγικής τέχνης που ανακαλύπτει τη φύση και τη λειτουργία του κόσμου, αλλά δεν επιμένει ιδιαίτερα να μάθει τι σημαίνει κόσμος, ποια είναι η αξία του ή ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξής του. Στα χρόνια που έρχονται, με τα αδιέξοδα να αυξάνονται συνεχώς, η ανάγκη να αλλάξει ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο θα γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Στις προσπάθειές μας να ανακαλύψουμε ή να κατασκευάσουμε το χάρτη της σωτηρίας μας μπορεί να μας βοηθήσει ουσιαστικά η φιλοσοφία ως σύντροφος και συνοδοιπόρος της επιστήμης. Η φιλοσοφία με τον κριτικό στοχασμό της θα μας δείξει το δρόμο και η επιστήμη με την τεχνολο­γία θα μας βοηθήσουν να τον περπατήσουμε. Πεποίθησή μου είναι ότι το σωστό δρόμο μπορούμε να τον βρούμε μόνο αν απλώσουμε το χέρι μας προς τους άλλους ανθρώπους και τη φύση».
     Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι λύση ικανή να σώσει τον πλανήτη δεν μπορεί να βρεθεί χωρίς να αγκαλιάσουμε όλους τους ανθρώπους και τη φύση. Όμως, σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται ένα σχέδιο, άμεσα εφαρμόσιμο, που θα μας βγάλει από την κρίση. Κόστος και θυσίες θα υπάρξουν, αλλά δεν θα χαθεί ό,τι καταφέραμε τα τελευταία 10.000 χρόνια. Αυτά είναι πάρα πολλά και αξιοθαύμαστα, αλλά δεν είναι δεδομένα. Ο Βρετανός φυσικός φιλόσοφος Τζέιμς Λόβλοκ βρήκε ένα τέτοιο σχέδιο που το ονόμασε συντεταγμένη υποχώρηση. Είναι κάτι σαν αυτό που έκαναν το 1940 οι σύμμαχοι με την εκκένωση της Δουνκέρκης, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει ο Ναπολέων Βοναπάρτης το 1812 στην πορεία του προς τη Μόσχα.

     Υ.Γ. Όταν άρχισα να γράφω αυτό το άρθρο, είπα να μην κινδυνολογήσω καθόλου, αλλά μάλλον δεν τα κατάφερα. Όμως, δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορεί να μιλήσει κάποιος που πιστεύει ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά και αισθάνεται την ανάγκη να μοιραστεί τις ανησυχίες του με συνανθρώπους του, ώστε να γίνει κάτι πριν να είναι πολύ αργά.  
26 Φεβρουαρίου 2014