«Μου γράφεις μάνα μου, γραφή και με ρωτάς τι κάνω, Στου Μπιζανιού την παγωνιά, το κρύο θα πεθάνω!»

Μέρος 1ο: Οι πολεμικές επιχειρήσεις
Όταν έψαχνα τους μετεωρολογικούς χάρτες του χειμώνα 1912-1913 για να δω πώς εξελίχθηκε ο καιρός στη διάρκεια των προσπαθειών του ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, δεν πίστευα σ’ αυτά που έβλεπα. Δεν ήταν τόσο η μεγάλη συχνότητα διέλευσης μετωπικών υφέσεων από τη περιοχή όσο οι αλλεπάλληλες ψυχρές εισβολές μεγάλης έντασης που με ξάφνιασαν. Ίσως γιατί δεν ήμουν εξοικειωμένος με τους χάρτες που αντιπροσώπευαν τους σκληρούς χειμώνες εκείνης της εποχής, στην οποία εξακολουθούσε να φθάνει ο απόηχος της Μικρής Παγετώδους Εποχής.


Ίσως ακόμα γιατί από παλιά είχα σχηματίσει την εσφαλμένη άποψη ότι ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς ήταν λίγο-πολύ ένας χειμώνας σαν αυτούς που βιώνουν οι Ηπειρώτες τις τελευταίες δεκαετίες και τα δεινά από τις βροχές, τα χιόνια και τα κρύα που αντιμετώπισαν οι απελευθερωτές των Ιωαννίνων οφείλονταν στις ειδικές συνθήκες ζωής τους στα αντίσκηνα επί τόσους πολλούς μήνες. Όμως, τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Πριν αναφερθούμε αναλυτικά στις καιρικές συνθήκες του πενταμήνου Οκτώβριος 1912-Φεβρουάριος 1913, ας δούμε πώς εξελίχθηκαν οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Ήπειρο  εκείνη την περίοδο.

Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
Στο ξεκίνημα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου το Γενικό Επιτελείο διέθεσε περιορισμένες δυνάμεις για την απελευθέρωση της Ηπείρου, δίνοντας προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας για εθνικούς λόγους. Η Στρατιά Ηπείρου υπό την ηγεσία του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη είχε αποστολή «την παρακώληση πάσης παραβιάσεως της μεθορίου μεταξύ Μετσόβου, Άρτας και Αμβρακικού Κόλπου» (Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, ΓΕΣ/ΔΙΣ). Την 6η Οκτωβρίου 1912 οι διαθέσιμες στο μέτωπο της Ηπείρου ελληνικές δυνάμεις πέρασαν αιφνιδιαστικά τον Άραχθο και μετά από σκληρές μάχες κατέλαβαν στις 13 Οκτωβρίου  τη Φιλιππιάδα και στις 21 του ίδιου μήνα την Πρέβεζα, που αποτέλεσε στη συνέχεια τη βάση ανεφοδιασμού των ελληνικών στρατευμάτων. Στις 27/10 καταλήφθηκαν τα Πέντε Πηγάδια και περί τα μέσα Νοεμβρίου οι δυνάμεις του Σαπουντζάκη, πλησίασαν τις πρώτες οχυρωμένες τουρκικές θέσεις στο δρόμο προς τα Ιωάννινα.

Το τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου η Στρατιά Ηπείρου ενισχύθηκε με τη ΙΙ Μεραρχία από το μέτωπο της Μακεδονίας και στις  29 και 30 του μηνός έκανε την πρώτη γενική επίθεση εναντίον των οχυρών των Ιωαννίνων. Από την επίθεση αυτή προέκυψαν εδαφικά οφέλη, αλλά  οι απώλειες ήταν μεγάλες. Στις αρχές Δεκεμβρίου 1912 οι ελληνικές δυνάμεις επιχειρούν επίθεση εναντίον των υψωμάτων του Μπιζανίου και της Μανωλιάσας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το ίδιο θα συμβεί και στις 9 Δεκεμβρίου. Λίγες μέρες αργότερα, στις 13/12, μετά από αιματηρούς αγώνες έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων η Μανωλιάσα και ο Προφήτης Ηλίας, αλλά το Μπιζάνι άντεχε. Την 14η Δεκεμβρίου αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα η ΙV Μεραρχία και την 28η του ίδιου μήνα η VI Μεραρχία. Στις 28 Δεκεμβρίου άρχισε η φονική μάχη του Δρίσκου, στην οποία συμμετείχε και μονάδα εθελοντών Γαριβαλδινών. Η μάχη συνεχίστηκε και την επομένη 29/12, αφού εν τω μεταξύ οι εξαντλημένοι Γαριβαλδινοί πέρασαν την παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα στην ύπαιθρο. Τελικά, η μάχη του Δρίσκου θα χαθεί, παρά την αυτοθυσία των Ελλήνων και των Ιταλών εθελοντών. Ανάμεσα σε αυτούς που εκείνη την ημέρα έδωσαν τη ζωή τους για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν και ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης.

Οι αποτυχίες των ελληνικών στρατευμάτων να εκπορθήσουν τα ισχυρώς οχυρωμένα από τον Γερμανό Κόλμαρ φον ντερ Γκολτς προ των Ιωαννίνων υψώματα και κυρίως το Μπιζάνι σκόρπισε θλίψη στους Έλληνες και στο Γενικό Επιτελείο βάρυνε πολύ το κλίμα εναντίον του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη. Από τις 7 ως τις 10 Ιανουαρίου 1913 ο αρχηγός της Στρατιάς Ηπείρου  θα κάνει ακόμα μια επίθεση, την τελευταία του, εναντίον των Τούρκων. Θα αποτύχει όμως και πάλι με τεράστιες απώλειες για τις ελληνικές δυνάμεις. Η ευθύνη της αποτυχίας θα επιρριφθεί στον ίδιο, χωρίς να την οφείλει ολόκληρη1. Γράφει για το ίδιο θέμα ο Κλεάνθης Νικολαΐδης: «Προ των Ιωαννίνων σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν 8.000 Έλληνες. Μέρος των απωλειών αυτών θα μπορούσε να αποτραπεί αν γινόταν αμέσως αντιληπτό από τους Έλληνες ότι φρούριο σύγχρονης κατασκευής μόνο με τη βοήθεια πολύ ισχυρών δυνάμεων ήταν δυνατό να καταβληθεί. Αλλά οι γρήγορες και μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία παρέσυραν σε υπερβολική αισιοδοξία. Πιθανό να φαινόταν βαρύ στον στρατηγό Σαπουντζάκη να ανακαλέσει την εσφαλμένη αρχική του εκτίμηση περί γρήγορης κατάληψης των Ιωαννίνων»2.

Στις 12 Ιανουαρίου 1913 την ηγεσία της Στρατιάς Ηπείρου ανέλαβε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος. Το τελευταίο δεκαήμερο του μήνα οι ελληνικές δυνάμεις θα επιχειρήσουν νέες επιθέσεις εναντίον των οχυρωμένων Τούρκων, αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Τα καλά προστατευμένα πολυβολεία των Τούρκων θέριζαν τους Έλληνες. Το χειρότερο απ’ όλα τα «αόρατα» πολυβολεία του Μπιζανίου ήταν ένα που οι στρατιώτες μας με πίκρα και οργή το είχαν ονομάσει «Σκύλλα». Η «Σκύλλα», που είχε «φάει» πολλά παιδιά, λέγεται ότι είχε πάρει και τη ζωή του Λορέντζου Μαβίλη στο Δρίσκο στις 29 Δεκεμβρίου 1912. Επί πολλές ημέρες το ελληνικό πυροβολικό προσπαθούσε να εντοπίσει και να εξοντώσει το φοβερό πολυβολείο, αλλά χωρίς επιτυχία. Τελικά, αυτό θα γίνει κατορθωτό χάρη στη βοήθεια ενός Έλληνα στην καταγωγή και  χριστιανού στο θρήσκευμα Τούρκου αξιωματικού του μηχανικού, του Νικολάκη Εφέντη, ο οποίος παρέδωσε τα σχέδια των οχυρών του Μπιζανίου στους Έλληνες3.

Στις 15 Φεβρουαρίου 1913 αποφασίστηκε το τελικό σχέδιο ενεργείας των Ελλήνων. Το σχέδιο προέβλεπε την αιφνιδιαστική επίθεση στο δεξιό της εχθρικής διατάξεως για την υπερκέραση του Μπιζανίου και συγχρόνως καθήλωση του υπολοίπου εχθρικού μετώπου με παραπλανητικές κινήσεις και βολές πυροβολικού και πεζικού. Στις 19 Φεβρουαρίου τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο παραπλάνησης του εχθρού και την επομένη, 20η Φεβρουαρίου, έγινε η γενική επίθεση των Ελλήνων. Εκείνη την ιστορική ημέρα, το καθοριστικό γεγονός που έκρινε την τελική έκβαση της μάχης ήταν η τολμηρή και βαθιά εισχώρηση στο δυτικό τομέα των επιχειρήσεων του 8ου και του 9ου Ταγμάτων Ευζώνων, επικεφαλής των οποίων ήταν οι ταγματάρχες Γεώργιος Ιατρίδης και Ιωάννης Βελισσαρίου αντίστοιχα. Οι δύο ταγματάρχες, και ιδιαίτερα ο Βελισσαρίου, παρά την εντολή να εγκατασταθούν στο χωριό Πεδινή, προωθήθηκαν στα νώτα της εχθρικής διάταξης και κατέστρεψαν τα τηλεφωνικά δίκτυα με τα οποία η διοίκηση των Τούρκων των Ιωαννίνων επικοινωνούσε με το στρατό των οχυρών. Να ανοίξουμε στο σημείο αυτό μια παρένθεση για να αναφέρουμε ότι η ανυπακοή του Ιωάννου Βελισσαρίου δεν ήταν η πρώτη. Στη Μάχη του  Σαρανταπόρου, αν και το τάγμα του είχε οριστεί ως εφεδρικό, αυτός δεν κρατήθηκε και επιτέθηκε εναντίον των Τούρκων πριν από τα άλλα δύο τάγματα και μάλιστα χωρίς την υποστήριξη πυροβολικού. Η ενέργειά του εκείνη ήταν επιτυχής, αλλά είχε απώλειες. Ο διοικητής του Βελισσαρίου συνταγματάρχης Παπακυριαζής τον είχε τότε κατσαδιάσει για τα καλά, αλλά ο Βελισσαρίου ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί. Για την ιστορία να πούμε ότι οι ήρωες Παπακυριαζής και Βελισσαρίου, που ήταν μπατζανάκηδες, έδωσαν για την πατρίδα την ίδια τους τη ζωή. Ο πρώτος στη μάχη του Λαχανά και ο δεύτερος στο ύψωμα 1378, βόρεια των στενών της Κρέσνας, στις 14 Ιουλίου του 19134 .

Η είδηση ότι ο ελληνικός στρατός έφτασε έξω από την  πόλη δημιούργησε πανικό στην διοίκηση του τουρκικού στρατού και ο Εσάτ Πασάς στις 23:00 της ίδιας μέρας έστειλε πρόταση παράδοσης, μη γνωρίζοντας ότι στο Μπιζάνι και τον υπόλοιπο ανατολικό τομέα του μετώπου οι τουρκικές δυνάμεις διατηρούσαν ακέραιες τις θέσεις τους. Η αποκοτιά των δύο ταγματαρχών -ιδίως του Βελισσαρίου- και η βεβιασμένη απόφαση τού Εσάτ Πασά να παραδοθεί, έδωσαν τη νίκη στους Έλληνες. Είναι πολύ πιθανό η πτώση των Ιωαννίνων να γινόταν τις αμέσως επόμενες μέρες, αλλά, ακόμα κι έτσι, το τίμημα θα ήταν μερικές εκατοντάδες, για να μην πούμε χιλιάδες, επιπλέον απώλειες.

Δεν ξέρω αν ο αέρας της Ηπείρου είναι αυτός που σπρώχνει τους ηγέτες στην «ανυπακοή» ή είναι απλά μια σύμπτωση. Είκοσι επτά χρόνια  μετά τη μάχη του Μπιζανίου,  ένας άλλος ηγέτης θα πάρει μια απόφαση κόντρα στις διαταγές των ανωτέρων του και μαζί με τους ηρωικούς στρατιώτες του θα χαρίσει στην Ελλάδα μια μεγάλη νίκη. Ο ηγέτης αυτός ήταν ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος και ο τόπος της νίκης το Καλπάκι. Κλείνοντας την ενότητα των πολεμικών επιχειρήσεων, να σημειώσουμε ότι στις 21 Φεβρουαρίου 1913 τα ελληνικά στρατεύματα μπήκαν στα Γιάννενα μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού και χαράς των κατοίκων που γιόρταζαν την απελευθέρωση της πόλης τους μετά από 483 χρόνια σκλαβιάς.

Συνεχίζεται

5 σχόλια:

  1. Ο δάσκαλος όπως πάντα πολυμερής, παραδοσιακός, εξαιρετικός.

    Χρήστος Σιμούλης,
    Δασοπόνος Δασαρχείου Θεσσαλονίκης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. κ. Γιώργο Λαμέρα, δυστυχώς εμφανίστηκε και η πευκόκαμπια, τώρα ως τελευταίο, ισχυρό όμως οχυρό απομένει η εμφάνιση των μυρμηγκιών και η λαλιά τουλάχιστον δύο κούκων!

    Χρήστος Σιμούλης,
    Δασοπόνος Δασαρχείου Θεσσαλονίκης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ...Εφόσον, ως γνωστόν, "ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη". Ερώτημα (επειδή είμαι μάλλον άσχετος): Ο κούκος είναι αποδημητικό; Τώρα βέβαια είμαστε τελείως έξω από το κλίμα του εξαιρετικού ιστορικο-καιρικού χρονικού του δασκάλου, αλλά, μιάς και το ξεκινήσαμε...

      Διαγραφή
    2. Ναι, κ. Γιώργο, ο κούκος είναι αποδημητικό πουλί και προάγγελος της Άνοιξης, έρχεται δε στην Πίνδο μετά τις 25 Μαρτίου, περίπου μαζί με τα χελιδόνια.

      Χρήστος Σιμούλης,
      Δασοπόνος Δασαρχείου Θεσσαλονίκης.

      Διαγραφή
  3. Ποσος πονος.Ποσο αιμα.Ποση αυτοθυσια απ τις αξιες γεννιες των ελληνων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή