vivlio2

ΚΑΙΡΟΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ Τόμος ΙΙ «Η πρόγνωση»
    
  ΠΡΟΛΟΓΟΣ

      Πριν από χιλιάδες χρόνια, οι πρόγονοί μας ξεκίνησαν τον αγώνα για την αντιμετώπιση των δυνάμεων της φύσης που διαμόρφωναν τον καιρό στη γη χρησιμοποιώντας τη μαγεία. Όταν οι πρακτικές της μαγείας δεν έφεραν αποτέλεσμα, απέδωσαν τα καπρίτσια του καιρού στους θεούς και αφέθηκαν στο έλεός τους. Από τον 5ο  π. Χ. αιώνα, κάποιοι φωτισμένοι άνθρωποι στην αρχαία Ελλάδα άρχισαν να παρατηρούν συστηματικά τα μετεωρολογικά φαινόμενα και να δίνουν σε ορισμένα από αυτά φυσική ερμηνεία. Κορύφωση αυτών των προσπαθειών θεωρείται το μνημειώδες έργο του Αριστοτέλη τα «Μετεωρολογικά». Τα τέσσερα βιβλία που αποτελούν τα «Μετεωρολογικά» θεωρούνται ως το πρώτο πλήρες εγχειρίδιο της Μετεωρολογίας στην ιστορία της ανθρωπότητας και ήταν σχεδόν η μοναδική πηγή γνώσης για δύο χιλιετίες. Στο έργο του Αριστοτέλη άρχισε να δίνεται συνέχεια από τον 16ο  μ. Χ. αιώνα, όταν σπουδαίοι επιστήμονες στη δυτική Ευρώπη με την επινόηση των μετεωρολογικών οργάνων προχώρησαν στην εκτέλεση παρατηρήσεων καιρού. Με τη συγκέντρωση και την επεξεργασία των παρατηρήσεων της θερμοκρασίας, της ατμοσφαιρικής πίεσης, της διεύθυνσης και της έντασης του ανέμου και των άλλων μετεωρολογικών παραμέτρων άρχισε η συστηματική μελέτη των φυσικών φαινομένων και η έρευνα των αιτίων που τα προκαλούν. Η κατάκτηση της μετεωρολογικής γνώσης έδωσε την αναγκαία ώθηση στην πρόγνωση του καιρού, που, ωστόσο, για πολλά χρόνια γινόταν με τη χρησιμοποίηση πρακτικών κανόνων και υποκειμενικών εκτιμήσεων.
      Στη μακρά ιστορία της πρόγνωσης του καιρού σταθμός υπήρξε η ιδέα του Γερμανού Χάινριχ Μπράντες το 1820 να καταχωρίσει τις παρατηρήσεις του καιρού πάνω σε χάρτη. Το πρόβλημα για τον Μπράντες, όπως και στη συνέχεια για τον Αμερικανό Ουίλιαμ Ρέντφιλντ, ήταν ότι οι παρατηρήσεις από τις διάφορες περιοχές αργούσαν εξαιρετικά και, όταν έρχονταν, τα βαρομετρικά συστήματα είχαν απομακρυνθεί. Τη λύση έδωσε η ανακάλυψη του τηλέγραφου που επέτρεψε την 8η Αυγούστου 1851 να κατασκευαστεί στην Αγγλία ο πρώτος μετεωρολογικός χάρτης πραγματικού χρόνου. Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, οι μεγάλες ζημιές που προξένησε η κακοκαιρία στον αγγλικό και το γαλλικό στόλο την 14η Νοεμβρίου 1854 στον Εύξεινο Πόντο έκαναν το Γάλλο Υπουργό των Στρατιωτικών να ρωτήσει τον τότε διευθυντή του Αστεροσκοπείου του Παρισιού Λε Βεριέ, αν η κακοκαιρία εκείνη μπορούσε να είχε προβλεφθεί. Ο Λε Βεριέ, συγκεντρώνοντας μετεωρολογικές παρατηρήσεις από 200 και πλέον μετεωρολογικούς σταθμούς της Ευρώπης, είδε ότι η κακοκαιρία είχε διατρέξει με τη μορφή ενός βαρομετρικού χαμηλού σχεδόν όλη τη Γηραιά Ήπειρο, πριν φθάσει στον Εύξεινο Πόντο. Η διαπίστωση της μεγάλης αξίας των μετεωρολογικών παρατηρήσεων είχε γίνει με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο και τα επόμενα χρόνια ακολούθησε η ίδρυση των Μετεωρολογικών Υπηρεσιών Γαλλίας, Ολλανδίας, Μεγάλης Βρετανίας και άλλων χωρών.
        Από τις αρχές του 20ου αιώνα, άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι πρόγνωση καιρού και αλλαγή της παρούσας κατάστασης της ατμόσφαιρας είναι έννοιες απολύτως ταυτόσημες. Το κλειδί είναι ο τρόπος με τον οποίο αλλάζει η κατάσταση της ατμόσφαιρας, δηλαδή οι φυσικοί νόμοι που διέπουν τη λειτουργία της. Μετά το 1950, με τη βοήθεια της τεχνολογίας και ιδιαίτερα των ηλεκτρονικών υπολογιστών η πρόγνωση άρχισε να γίνεται με τη λύση μαθηματικών εξισώσεων και σήμερα τα αποτελέσματα των λύσεων που μας δίνουν τα αριθμητικά μοντέλα πρόγνωσης καιρού επαληθεύονται σε πολύ μεγάλα ποσοστά. Παράλληλα, τις τελευταίες δύο δεκαετίες μελετάται συστηματικά το κλίμα της γης. Με τα κλιματικά μοντέλα και τις πολύτιμες γνώσεις που έχουμε αποκτήσει από τις κλιματικές μεταβολές του
παρελθόντος μπορούμε πλέον να προβλέψουμε με αρκετά μεγάλη αξιοπιστία
την εξέλιξη του κλίματος τις επόμενες δεκαετίες. Η παρούσα κλιματική αλλαγή με τις επιπτώσεις της στον καιρό και γενικότερα στη ζωή μας αναβάθμισε το ρόλο της Μετεωρολογίας και αύξησε τις ευθύνες των Μετεωρολόγων.
       Στα δύο πρώτα κεφάλαια αυτού του βιβλίου εξετάζονται τα μέσα που χρησιμοποιούνται σήμερα για την παρατήρηση του καιρού και οι μέθοδοι πρόγνωσής του που καλύπτουν χρονικό διάστημα από λίγες ώρες έως και 7 μήνες. Δίνεται έμφαση στο ρόλο του Μετεωρολόγου-Προγνώστη στην εποχή της κυριαρχίας των μοντέλων της αριθμητικής πρόγνωσης καιρού και της αυτοματοποίησης σχεδόν όλων των διαδικασιών.
        Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφονται οι πιο χαρακτηριστικοί τύποι καιρού στην Ελλάδα και τα βαρομετρικά συστήματα που συνδέονται με αυτούς. Ειδικότερα, εξετάζονται οι κυκλώνες της Μεσογείου, οι μετεωρολογικές βόμβες, οι ψυχρές εισβολές, οι χιονοπτώσεις, οι πλημμύρες, τα μελτέμια, οι καύσωνες και τα μπουρίνια. Αναδεικνύεται, σε κάθε περίπτωση, ο σημαντικός ρόλος του αναγλύφου στη διαφοροποίηση του καιρού μεταξύ των επιμέρους περιοχών της χώρας.
      Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται η πρακτική (εμπειρική) πρόγνωση του καιρού που κάνει ο άνθρωπος σχεδόν από τότε που εμφανίστηκε στη γη και γίνεται διάκριση μεταξύ των μεθόδων πρόγνωσης που έχουν επιστημονική βάση και είναι χρήσιμες και εκείνων που ανήκουν στην κατηγορία των προλήψεων και των δοξασιών.
     Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο διαπραγματεύεται χωρίς κραυγές και υπερβολές το θέμα των κλιματικών αλλαγών του πλανήτη μας. Εξετάζονται με κατανοητό τρόπο όλοι οι παράγοντες που καθορίζουν τον καιρό και το κλίμα της γης, ώστε ακόμα και όσοι δεν έχουν ειδικές γνώσεις να μπορέσουν να αντιληφθούν το μέγεθος των προβλημάτων που άρχισε ήδη να δημιουργεί η παρούσα κλιματική αλλαγή.
       Ελπίζω οι αναγνώστες αυτού του βιβλίου να βρουν στις σελίδες του ενδιαφέροντα στοιχεία για τη συναρπαστική ιστορία του καιρού και του κλίματος του πλανήτη μας. Τόσο οι πληροφορίες από το παρελθόν όσο και οι μελλοντικές αναφορές βασίζονται σε αυτά που έχουν καταφέρει έως τώρα να μας δώσουν η επιστήμη και η τεχνολογία.